Αφιερωμένο στην εθνική μας επέτειο!




Με αφορμή την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821, επιλέξαμε να θυμηθούμε ένα απόσπασμα από τη "Ρωμιοσύνη" του Γιάννη Ρίτσου, (απὸ τα Ποιήματα 1930-1960, B´, Κέδρος 1961) μαζί με κάποιες λεπτομέρειες που βρήκαμε στην προσωπική ιστοσελίδα του Κώστα Παπαδόπουλου, που έπαιζε μπουζούκι όταν μελωποιήθηκε από το Μ. Θεοδωράκη και τραγουδήθηκε από το Γ. Μπιθικώτση.

Ένας και μόνο είναι ο λόγος που επιλέξαμε τη Ρωμιοσύνη. Γιατί μέσα από τη διαχρονικότητά της θέτει τον ορισμό των ελληνικών αγώνων...

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.

Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.

Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.

Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.

Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.

Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.

Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.


Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε ραδιοφωνική συνέντευξη του, τον Ιανουάριο του 1990 λέει: Ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας μου και της ζωής μου… Από τα έργα του Μίκη Θεοδωράκη, εκείνο που με δυσκόλεψε πάρα πολύ και το θεωρώ από τα μεγαλύτερα είναι η Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου. Σ’ αυτό το έργο χάθηκα. Έκανα πρόβα δυόμισι μήνες για να μπω στο νόημα της μελωδίας και του στίχου. Τότε βρήκα τον αληθινό μου εαυτό. Ήταν αυτό που με γέμισε.

Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε γράψει στο περιοδικό "Ελί - τροχος" που δημοσιεύτηκε πέντε χρόνια αργότερα (1995): "Μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο, Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό… κάθισα, όπως ήμουν και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη.

Όταν την άλλη μέρα την άκουσε ο Ρίτσος, έμεινε άφωνος. Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο χαρούμενο, τόσο συγκλονισμένο, όσο τη μέρα που στο Κεντρικόν, που ήταν γεμάτο με αντιστασιακούς, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε τη Ρωμιοσύνη.

Θυμάμαι τον Χατζιδάκι στα παρασκήνια να του λέει: «Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα μας». Ήταν η μεγάλη στιγμή που αποδέχτηκε τη φωνή και ο Ρίτσος, που απ’ την εποχή του Επιτάφιου τον βασάνιζε η ιδέα πως έπρεπε να τον τραγουδήσει γυναίκα με λαϊκή φωνή. […]"

Στο βιβλίο του, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης «Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Εγώ, ο Σερ…» (με την επιμέλεια του Πάνου Γεραμάνη, εκδόσεις Κοχλίας, Αθήνα 2002), αναφέρει: «… Τα εννέα τραγούδια της Ρωμιοσύνης είχαν μια μελωδία που δεν την έπιανε το μυαλό μου. Μελωδία τρομερή, ασύλληπτη. Ο Θεοδωράκης στις πρώτες πρόβες μού έλεγε: «Λίγο αν προσέξεις στις πρόβες, θα τα καταφέρεις, Γρηγόρη. Το έργο αυτό απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες. Μιλάει για το τι έχει τραβήξει η Ελλάδα. Τότε που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι, που μπαίνανε στα σίδερα και στη φωτιά, που γέμιζαν τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους». Και πάνω σ’ αυτή τη φοβερή ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο Μίκης έχει γράψει μουσική για 100-200 χρόνια μπροστά. Σου το λέω υπεύθυνα εγώ, ο Γρηγόρης, που τραγούδησα τη Ρωμιοσύνη».

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος (από τη συλλογή Αγρύπνια (1954))
Σύνθεση, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Μίκης Θεοδωράκης
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος & Λάκης Καρνέζης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Έργο: Ρωμιοσύνη (1966)

πληροφορίες: kostaspapadopoulos-bouzouki.com, users.uoa.gr

κείμενο: to e-periodiko mas
to e-periodiko mas
0 Σχόλια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μου τη γνώμη σας αφού πρώτα διαβάσετε την "Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων" του blog, που θα βρείτε στην κορυφή της πλαϊνής μπάρας, αν μπαίνετε από υπολογιστή ή κάτω από τη φόρμα σχολίων, αν μπαίνετε από smartphone ή tablet. Ευχαριστώ!

find "to e-periodiko mas" on instagram